- επαιονώ
- ἐπαιονῶ, -άω και -έω (Α)1. περιχύνω, υγραίνω, περιλούζω, λούζω2. μέσ. λούζομαι, πλένομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιονώ «μουσκεύω, υγραίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιονώ — αἰονῶ ( άω) (Α) υγραίνω, καταβρέχω, μουσκεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. ΠΑΡ. αρχ. αἰόνημα, αἰόνησις. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐναιονῶ, ἐξαιονῶ, ἐπαιονῶ, καταιονῶ, προσαιονῶ] … Dictionary of Greek